αυτοσατιρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοσατιρισμός οι αυτοσατιρισμοί
      γενική του αυτοσατιρισμού των αυτοσατιρισμών
    αιτιατική τον αυτοσατιρισμό τους αυτοσατιρισμούς
     κλητική αυτοσατιρισμέ αυτοσατιρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοσατιρισμός < αυτο- + σατιρισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.sa.ti.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐σα‐τι‐ρι‐σμός}}

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοσατιρισμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]