αυτοσατιρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσατιρισμός < αυτο- + σατιρισμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.sa.ti.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐σα‐τι‐ρι‐σμός}}
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσατιρισμός αρσενικό
- το να σατιρίζει κάποιος τον εαυτό του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσατιρισμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αυτοσατιρισμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας