αυτοσεβασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοσεβασμός < αυτο- + σεβασμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-respect)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοσεβασμός αρσενικό
- ο σεβασμός και η εκτίμηση που νιώθουμε προς τον εαυτό μας, προς το πρόσωπό μας, συναίσθημα που μας βοηθά να φερόμαστε με αξιοπρέπεια, αποφεύγοντας μειωτικές για την ηθική μας αξιοπρέπεια και αξία πράξεις και ενέργειες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοσεβασμός