αυτοσεβασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοσεβασμός οι αυτοσεβασμοί
      γενική του αυτοσεβασμού των αυτοσεβασμών
    αιτιατική τον αυτοσεβασμό τους αυτοσεβασμούς
     κλητική αυτοσεβασμέ αυτοσεβασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτοσεβασμός < αυτο- + σεβασμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-respect)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αυτοσεβασμός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]