αυτοσκοπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοσκοπός οι αυτοσκοποί
      γενική του αυτοσκοπού των αυτοσκοπών
    αιτιατική τον αυτοσκοπό τους αυτοσκοπούς
     κλητική αυτοσκοπέ αυτοσκοποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοσκοπός < αυτο- + σκοπός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbstzweck

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοσκοπός αρσενικό

  • (λόγιο) το να αποτελεί κάτι από μόνο του σκοπό, να μη χρησιμεύει ως μέσο για να επιτευχθεί κάτι άλλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]