αυτοσκοπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσκοπός < αυτο- + σκοπός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbstzweck
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσκοπός αρσενικό
- (λόγιο) το να αποτελεί κάτι από μόνο του σκοπό, να μη χρησιμεύει ως μέσο για να επιτευχθεί κάτι άλλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσκοπός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)