αυτοστέγαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοστέγαση οι αυτοστεγάσεις
      γενική της αυτοστέγασης* των αυτοστεγάσεων
    αιτιατική την αυτοστέγαση τις αυτοστεγάσεις
     κλητική αυτοστέγαση αυτοστεγάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοστεγάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοστέγαση < αυτο- + στέγαση[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ftoˈste.ɣa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐στέ‐γα‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοστέγαση θηλυκό

  • η απόκτηση κατοικίας με προσωπικά μέσα και φροντίδες
    ※  Η οικονομική εξουθένωση της τοπικής κοινωνίας και η αδυναμία της να πρωτοστατήσει στην ανασυγκρότηση της περιοχής συνδυάστηκαν με την επιβολή ενός αυταρχικού τύπου ανοικοδόμησης (οργανωμένου από τον στρατό), στο πλαίσιο του οποίου κυριάρχησαν πρότυπα οικιστικής ανάπτυξης που ουσιαστικά παραγνώρισαν τη βιομηχανική και αστική παράδοση του Βόλου. Ειδικότερα, προωθήθηκε η ανοικοδόμηση μέσω αυτοστέγασης, την οποία διευκόλυνε η ευρεία δανειοδότηση ιδιοκατοίκων και ενοικιαστών, που οδήγησε στην ενδυνάμωση της μικροϊδιοκτησίας γης και στην κυριαρχία των συνυφασμένων με τα συμφέροντά της πρόχειρων στεγαστικών λύσεων.
    Θωμάς Μαλούτας, Ο Βόλος και ο αστικός χώρος, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]