αυτοσυγκράτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυγκράτηση οι αυτοσυγκρατήσεις
      γενική της αυτοσυγκράτησης* των αυτοσυγκρατήσεων
    αιτιατική την αυτοσυγκράτηση τις αυτοσυγκρατήσεις
     κλητική αυτοσυγκράτηση αυτοσυγκρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυγκρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοσυγκράτηση < αυτοσυγκρατούμαι + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοσυγκράτηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]