αυτοσυνειδητοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτοσυνειδητοποιημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αυτοσυνειδητοποιώ
- ※ Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία στην αυτοσυνειδητοποιημένη πραγμάτωσή της είναι η ανώτερη επιστήμη. (Αλέξης Καρπούζος, Μεταμορφώσεις της Σκέψης. 06.Νεώτερος Κόσμος, Εργαστήριο Σκέψης, Αθήνα 2014, σελ. 65)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσυνειδητοποιημένος
|