αυτοσυσχέτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσυσχέτιση < αυτο- + συσχέτιση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autocorrelation ή serial correlation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσυσχέτιση θηλυκό
- (μαθηματικά, στατιστική) η συσχέτιση μεταξύ των τιμών ενός σήματος με τις τιμές του ίδιου σήματος σε διαδοχικές χρονικές περιόδους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσυσχέτιση
|