αυτοσχεδιάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσχεδιάστρια < αυτοσχεδιαστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσχεδιάστρια θηλυκό
- θηλυκό του αυτοσχεδιαστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσχεδιάστρια
|