αυτοφυής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοφυής < αρχαία ελληνική αὐτοφυής
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοφυής, -ής, -ές
- που φυτρώνει μόνος του
- αυτοφυές φυτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοφυής