αυτοφύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοφύομαι
- φύομαι από μόνος μου, φυτρώνω χωρίς ξένη παρέμβαση
- Είναι ένα δένδρο που αυτοφύεται στις ορεινές περιοχές της χώρας μας και είναι πολύ καλά προσαρμοσμένη στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Ελλάδας. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοφύομαι
|