αυτοχειριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοχειριασμός < αυτοχειριάζομαι + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοχειριασμός αρσενικό
- (λόγιο) η αυτοκτονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοχειριασμός
|