αυτοχειριαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοχειριαστικός < αυτοχειριάζομαι + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοχειριαστικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που έχει σχέση με τον αυτοχειριασμό ή τον αυτόχειρα ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αυτόχειρας, αυτός και χέρι