αυτοχθονιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοχθονιστής < αυτοχθονισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοχθονιστής θηλυκό
- (πολιτική) (παρωχημένο) αυτός που υποστηρίζει τον αυτοχθονισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοχθονιστής
|