αυτοψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοψία οι αυτοψίες
      γενική της αυτοψίας των αυτοψιών
    αιτιατική την αυτοψία τις αυτοψίες
     κλητική αυτοψία αυτοψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοψία < (ελληνιστική κοινή) αὐτοψία < αὐτός + ὄψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοψία θηλυκό

  • η αυτοπρόσωπη έρευνα και εξέταση ενός τόπου ή αντικειμένου από έναν ειδικό, ιδιαίτερα για να διερευνηθεί ένα έγκλημα ή για να εξακριβωθούν τα αίτια μιας βλάβης, ατυχήματος κλπ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]