αυτόκαυστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτόκαυστο < αυτο- + καύση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτόκαυστο ουδέτερο

  • (ιατρική): ειδική συσκευή για αποστείρωση αντικειμένων με χρήση κορεσμένου ατμού υπό πίεση, που υπερβαίνει σε θερμοκρασία τους 100 βαθμούς Κελσίου.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]