Μετάβαση στο περιεχόμενο

αυτόλυση

Από Βικιλεξικό
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτόλυση οι αυτολύσεις
      γενική της αυτόλυσης των αυτολύσεων
    αιτιατική την αυτόλυση τις αυτολύσεις
     κλητική αυτόλυση αυτολύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτόλυση < αυτό- +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αυτόλυση θηλυκό

  1. αυτοδιάσπαση
  2. (ιατρική) η διάσπαση των ιστών των οργανισμών, συνηθέστερα μετά το θάνατο, από τα ίδια τους τα ένζυμα
      Τα στάδια της αυτόλυσης μελετά η ιατροδικαστική.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]