αυτόπτης μάρτυρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αυτόπτης μάρτυρας αρσενικό
- αυτός που είδε ένα γεγονός με τα ίδια του τα μάτια και μπορεί να μαρτυρήσει γι' αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτόπτης μάρτυρας