αυτόρριζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτόρριζος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόρριζος η αυτόρριζη το αυτόρριζο
      γενική του αυτόρριζου της αυτόρριζης του αυτόρριζου
    αιτιατική τον αυτόρριζο την αυτόρριζη το αυτόρριζο
     κλητική αυτόρριζε αυτόρριζη αυτόρριζο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόρριζοι οι αυτόρριζες τα αυτόρριζα
      γενική των αυτόρριζων των αυτόρριζων των αυτόρριζων
    αιτιατική τους αυτόρριζους τις αυτόρριζες τα αυτόρριζα
     κλητική αυτόρριζοι αυτόρριζες αυτόρριζα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτόρριζος < αρχαία ελληνική αὐτόρριζος < αὐτός + ῥίζα

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτόρριζος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]