αυτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αὐτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ew (αὖ) + *to-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐τός

Αντωνυμία[επεξεργασία]

αυτός αρσενικό, αυτή θηλυκό, αυτό ουδέτερο

  1. (προσωπική αντωνυμία) τρίτο ενικό πρόσωπο, → δείτε τη λέξη  εγώ
  2. (δεικτική αντωνυμία) δηλώνει κάποιον ή κάτι που είναι τοπικά ή χρονικά κοντά
    αυτοί που μπήκαν μόλις τώρα
    αυτό είναι το σπίτι μου
    Μη με κοιτάς με αυτό το ύφος!
  3. (οριστική αντωνυμία) δηλώνει έμφαση και σημαίνει ο ίδιος
    Αυτό λέω κι εγώ.
    • με άρθρο
      το αυτό επιθυμώ και για σας
    • όταν προηγείται "και"
      και αυτοί ακόμα δεν το γνώριζαν
    • ή επιτακτικά όταν ακολουθεί «ο ίδιος»
      μ' αυτά τα ίδια του τα χέρια

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο Γ' πρόσωπο
ενικός
Πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική εγώ εσύ αυτός & τος αυτή & τη αυτό & το
γενική εμένα & (εμού) & μου εσένα & σου αυτού & του αυτής & της αυτού & του
αιτιατική εμένα & με εσένα & σε αυτόν & τον αυτή(ν) & τη(ν) αυτό & το
κλητική - εσύ - - -
πληθυντικός
ονομαστική εμείς εσείς αυτοί & τοι αυτές & τες αυτά & τα
γενική εμάς & μας εσάς & σας αυτών & τους αυτών & τους αυτών & τους
αιτιατική εμάς & μας εσάς & σας αυτούς & τους αυτές & τες/τις αυτά & τα
κλητική - εσείς - - -

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]