αυτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτός < αρχαία ελληνική αὐτός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ew (αὖ) + *to-
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
αυτός αρσενικό, αυτή θηλυκό, αυτό ουδέτερο
- (προσωπική) τρίτο ενικό πρόσωπο, → δείτε τη λέξη: εγώ
- (δεικτική) δηλώνει κάποιον ή κάτι που είναι τοπικά ή χρονικά κοντά
- Αυτοί που μπήκαν μόλις τώρα.
- Αυτό είναι το σπίτι μου.
- Μη με κοιτάς με αυτό το ύφος!
- (οριστική) δηλώνει έμφαση και σημαίνει ο ίδιος
- Αυτό λέω κι εγώ.
- με άρθρο
- το αυτό επιθυμώ και για σας
- όταν προηγείται "και"
- και αυτοί ακόμα δεν το γνώριζαν
- ή επιτακτικά όταν ακολουθεί "ο ίδιος"
- μ' αυτά τα ίδια του τα χέρια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Προσωπικές αντωνυμίες | |||||
---|---|---|---|---|---|
Α' πρόσωπο | Β' πρόσωπο | Γ' πρόσωπο | |||
ενικός | |||||
Πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||
ονομαστική | εγώ | εσύ | αυτός & τος | αυτή & τη | αυτό & το |
γενική | εμένα & μου | εσένα & σου | αυτού & του | αυτής & της | αυτού & του |
αιτιατική | εμένα & με | εσένα & σε | αυτόν & τον | αυτή(ν) & τη(ν) | αυτό & το |
κλητική | - | εσύ | - | - | - |
πληθυντικός | |||||
ονομαστική | εμείς | εσείς | αυτοί & τοι | αυτές & τες | αυτά & τα |
γενική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτών & τους | αυτών & τους | αυτών & τους |
αιτιατική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτούς & τους | αυτές & τες/τις | αυτά & τα |
κλητική | - | εσείς | - | - | - |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωπική
δεικτική