αυτόφυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόφυτος η αυτόφυτη το αυτόφυτο
      γενική του αυτόφυτου της αυτόφυτης του αυτόφυτου
    αιτιατική τον αυτόφυτο την αυτόφυτη το αυτόφυτο
     κλητική αυτόφυτε αυτόφυτη αυτόφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόφυτοι οι αυτόφυτες τα αυτόφυτα
      γενική των αυτόφυτων των αυτόφυτων των αυτόφυτων
    αιτιατική τους αυτόφυτους τις αυτόφυτες τα αυτόφυτα
     κλητική αυτόφυτοι αυτόφυτες αυτόφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτόφυτος < αυτό- + -φυτος ( < φύομαι)

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτόφυτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]