αυτόχρους
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | αυτόχρους | το | αυτόχρουν | ||
| γενική | του/της | αυτόχρου | του | αυτόχρου | ||
| αιτιατική | τον/την | αυτόχρου | το | αυτόχρουν | ||
| κλητική | αυτόχρους* | αυτόχρουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | αυτόχροες | τα | αυτόχροα | ||
| γενική | των | αυτοχρόων | των | αυτοχρόων | ||
| αιτιατική | τους/τις | αυτόχροες | τα | αυτόχροα | ||
| κλητική | αυτόχροες | αυτόχροα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτόχρους < ελληνιστική κοινή αὐτόχροος / αὐτόχρους, μορφολογικά αναλύεται αυτό- + -χρους
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτόχρους, -ους, -ουν
- άλλη μορφή του ιδιόχρωμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτόχρους
|