αυχενικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυχενικό τα αυχενικά
      γενική του αυχενικού των αυχενικών
    αιτιατική το αυχενικό τα αυχενικά
     κλητική αυχενικό αυχενικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυχενικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυχενικός < αυχένας + -ικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυχενικό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αυχενικό