αφάγωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφάγωτος η αφάγωτη το αφάγωτο
      γενική του αφάγωτου της αφάγωτης του αφάγωτου
    αιτιατική τον αφάγωτο την αφάγωτη το αφάγωτο
     κλητική αφάγωτε αφάγωτη αφάγωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφάγωτοι οι αφάγωτες τα αφάγωτα
      γενική των αφάγωτων των αφάγωτων των αφάγωτων
    αιτιατική τους αφάγωτους τις αφάγωτες τα αφάγωτα
     κλητική αφάγωτοι αφάγωτες αφάγωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφάγωτος < α- στερητικό + φαγώνομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

αφάγωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει φαγωθεί, συνήθως μόνο με τις έννοιες:
    • δεν έχει σπαταληθεί
    • δεν έχει γίνει τροφή κάποιου
  2. (σπάνιο) που δεν έχει φάει

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]