αφέντης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀφέντης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφέντης οι αφέντες
αφεντάδες
      γενική του αφέντη των αφεντών
αφεντάδων
    αιτιατική τον αφέντη τους αφέντες
αφεντάδες
     κλητική αφέντη αφέντες
αφεντάδες
Κατηγορία όπως «αφέντης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφέντης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφέντης < αρχαία ελληνική αὐθέντης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈfen.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φέ‐ντης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφέντης αρσενικό, αφέντισσα και αφέντρα θηλυκό

  1. ο ηγεμόνας
  2. ο κυρίαρχος, ο κύριος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]