αφέσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφέσιμος | η | αφέσιμη | το | αφέσιμο |
γενική | του | αφέσιμου | της | αφέσιμης | του | αφέσιμου |
αιτιατική | τον | αφέσιμο | την | αφέσιμη | το | αφέσιμο |
κλητική | αφέσιμε | αφέσιμη | αφέσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφέσιμοι | οι | αφέσιμες | τα | αφέσιμα |
γενική | των | αφέσιμων | των | αφέσιμων | των | αφέσιμων |
αιτιατική | τους | αφέσιμους | τις | αφέσιμες | τα | αφέσιμα |
κλητική | αφέσιμοι | αφέσιμες | αφέσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφέσιμος < αρχαία ελληνική ἀφέσιμος < ἄφεσις < ἀπό + ἵημι
Επίθετο[επεξεργασία]
αφέσιμος, -η, -ο
- που μπορεί ή αξίζει να συγχωρηθεί
- Όμως φτάνει κάποια στιγμή εκείνο το σημείο στην ιστορική πορεία κατά το οποίο η άγνοια παύει να αποτελεί αφέσιμο αμάρτημα… εκείνο το σημείο κατά το οποίο μονάχα η σοφία έχει τη δύναμη της συγχώρεσης. (Νταν Μπράουν, Inferno)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφέσιμος