αφήνω μπουκάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφήνω μπουκάλα < → δείτε τις λέξεις αφήνω και μπουκάλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈfi.no buˈka.la/

Έκφραση[επεξεργασία]

αφήνω μπουκάλα

  • εγκαταλείπω χωρίς να πραγματοποιήσω τις υποσχέσεις μου
    ※  Μάλλον ο Αρχιεπίσκοπος άφησε μπουκάλα τη Γιάννα γιατί, με τα κανάλια να ασχολούνται μόνο με τον πόλεμο στο Ιράκ, η εκδήλωση θα περνούσε ντούκου!
    Εδώ 2004, Τα Νέα, 21 Μαρτίου 2003

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]