αφήνω τσέτουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφήνω τσέτουλα → δείτε τη λέξη αφήνω και
  • για τη σημασία «αφήνω βερεσέ»: αιτιατική ενικου του θηλυκού ουσιαστικού τσέτουλα
  • για τη σημασία «αφήνω κάποιον έκπληκτο»: αιτιατική ενικού του αρσενικού ουσιατικού τσέτουλας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈfino ˈt͡setula/

Έκφραση[επεξεργασία]

αφήνω τσέτουλα

  1. (αργκό) αφήνω βερεσέ, δεν πληρώνω το λογαριασμό
  2. (αργκό, μεταφορικά) αφήνω κάποιον έκπληκτο
    ※  Παλιότερα που οι γαλατάδες πουλούσαν το γάλα τους από πόρτα σε πόρτα στις γειτονιές και πληρώνονταν με τη βδομάδα, το δεκαπενθήμερο ή το μήνα, μόλις έδιναν το γάλα στη νοικοκυρά, χάραζαν μια εγκοπή πάνω στην πόρτα, δείγμα πως της πούλησαν το γάλα. Με τον καιρό όμως παρουσιάστηκε το φαινόμενο να ξύνουν οι νοικοκυρές αυτές τις εγκοπές, για να πληρώσουν λιγότερα χρήματα στο γαλατά, απ’ όπου και η δεύτερη ερμηνεία της φρ. τον αφήνω τσέτουλα, τον αφήνω έκπληκτο, κατάπληκτο, από τη στιγμή που άλλα υπολόγιζε να εισπράξει ο γαλατάς κι άλλα έδειχνε η τσέτουλα (από το Λεξικό Κάτου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]