αφίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφίδα | οι | αφίδες |
γενική | της | αφίδας | των | αφιδών |
αιτιατική | την | αφίδα | τις | αφίδες |
κλητική | αφίδα | αφίδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφίδα < αγγλική aphid < νεολατινική aphis (τη νεολατινική ονομασία έδωσε ο Κάρολος Λινναίος, πιθανώς εμπνεόμενος από το αρχαιοελληνικό ἀφειδής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφίδα θηλυκό
- (εντομολογία) γενική ονομασία διαφόρων παρασιτικών εντόμων, από τα οποία γνωστότερο είναι η φυλλοξήρα του αμπελιού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αφίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)