αφίσταμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀφίσταμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀφίστημι < ἀφ- + ἵστημι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈfi.sta.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φί‐στα‐μαι
παρώνυμο: υφίσταμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αφίσταμαι (αποθετικό ρήμα)

  • στέκομαι μακριά από κάτι, έχω μεγάλη απόσταση από κάτι
    ※  Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, (....) αφίστανται από τις προεκλογικές εξαγγελίες και των τριών κυβερνητικών κομμάτων. (εφημερίδα Καθημερινή, 9 Iουλίου 2012)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]