αφανίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αφανίζομαι, π.αόρ.: αφανίστηκα, μτχ.π.π.: αφανισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αφανίζω
αφανίζομαι, π.αόρ.: αφανίστηκα, μτχ.π.π.: αφανισμένος