αφανισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]αφανισμένος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- για είδη λέμε και ο εκλιπών, η εκλιπούσα, το εκλιπόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφανισμένος
|
|
αφανισμένος
|
|