αφειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφειδής η αφειδής το αφειδές
      γενική του αφειδούς* της αφειδούς του αφειδούς
    αιτιατική τον αφειδή την αφειδή το αφειδές
     κλητική αφειδή(ς) αφειδής αφειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφειδείς οι αφειδείς τα αφειδή
      γενική των αφειδών των αφειδών των αφειδών
    αιτιατική τους αφειδείς τις αφειδείς τα αφειδή
     κλητική αφειδείς αφειδείς αφειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφειδής < αρχαία ελληνική ἀφειδής < α στερητικό + φείδομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

αφειδής

αυτός που δεν τσιγγουνεύεται σε κάτι
αφειδής στις υποσχέσεις, φειδωλός στα έργα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]