αφελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφελής < αρχαία ελληνική ἀφελής
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αφελής, -ής, -ές
- άνθρωπος που δε σκέφτεται τα πράγματα σε βάθος ή που αφήνεται και εξαπατάται από άλλους
- απλοϊκός (για κρίση, άποψη κ.λπ.)