αφετηριακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφετηριακός η αφετηριακή το αφετηριακό
      γενική του αφετηριακού της αφετηριακής του αφετηριακού
    αιτιατική τον αφετηριακό την αφετηριακή το αφετηριακό
     κλητική αφετηριακέ αφετηριακή αφετηριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφετηριακοί οι αφετηριακές τα αφετηριακά
      γενική των αφετηριακών των αφετηριακών των αφετηριακών
    αιτιατική τους αφετηριακούς τις αφετηριακές τα αφετηριακά
     κλητική αφετηριακοί αφετηριακές αφετηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφετηριακός < αφετηρί(α) + -ακός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fe.ti.ɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φε‐τη‐ρι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

αφετηριακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αφετηρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  [...] ένα παλιό βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κουλτούρας: τουλάχιστον από την καθιέρωση των Oλυμπιακών Aγώνων (γεγονός αφετηριακό), οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έντονα τη συνείδηση ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα, πέρα και παρά τις ιδιαιτερότητές τους.
    Hodot, René (1942-) (2000). Aρχαίες ελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνικές διάλεκτοι. @greek‑language.gr Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμέλεια Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης et al., σελ. 29-34. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000. Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Μπακαγιάννη.
     συνώνυμα: αρχικός
  2. πρωταρχικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις αφετηρία και αφήνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]