αφηγητικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφηγητικός < (ελληνιστική κοινή) < ἀφηγητής
Επίθετο
[επεξεργασία]αφηγητικός
- που έχει σχέση με τον αφηγητή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (κατ’ επέκταση) που έχει σχέση με την αφήγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- άλλες μορφές: αφηγηματικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφηγητικός
|