αφιδρωτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αφιδρωτικός
- (λόγιο) άλλη μορφή του εφιδρωτικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ιδρώτας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφιδρωτικός
|