αφιεραρχημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιεραρχημένος η αφιεραρχημένη το αφιεραρχημένο
      γενική του αφιεραρχημένου της αφιεραρχημένης του αφιεραρχημένου
    αιτιατική τον αφιεραρχημένο την αφιεραρχημένη το αφιεραρχημένο
     κλητική αφιεραρχημένε αφιεραρχημένη αφιεραρχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιεραρχημένοι οι αφιεραρχημένες τα αφιεραρχημένα
      γενική των αφιεραρχημένων των αφιεραρχημένων των αφιεραρχημένων
    αιτιατική τους αφιεραρχημένους τις αφιεραρχημένες τα αφιεραρχημένα
     κλητική αφιεραρχημένοι αφιεραρχημένες αφιεραρχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφιεραρχημένος < αφ- + ιεραρχημένος

Μετοχή[επεξεργασία]

αφιεραρχημένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]