αφιλοκερδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφιλοκερδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αφιλοκερδής < αρχαία ελληνική φιλοκερδής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφιλοκερδές ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του αφιλοκέρδεια
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφιλοκερδές
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αφιλοκερδές - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αφιλοκερδές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αφιλοκερδής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αιλουροειδές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)