αφιλοκερδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφιλοκερδώς < αφιλοκερδής + -ώς
Η λέξη μαρτυρείται από το 1856

Επίρρημα[επεξεργασία]

αφιλοκερδώς (τροπικό)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]