αφιλομουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιλομουσία < αφιλόμουσος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφιλομουσία θηλυκό
- η ιδιότητα και η συμπεριφορά ενός αφιλόμουσου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφιλομουσία
|