αφισοκολλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφισοκολλώ < αφίσ(α) + -ο- + κολλώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fi.so.koˈlo/

Ρήμα[επεξεργασία]

αφισοκολλώ (παθητική φωνή: αφισοκολλούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]