αφισορύπανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφισορύπανση | οι | αφισορυπάνσεις |
γενική | της | αφισορύπανσης | των | αφισορυπάνσεων |
αιτιατική | την | αφισορύπανση | τις | αφισορυπάνσεις |
κλητική | αφισορύπανση | αφισορυπάνσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφισορύπανση θηλυκό
- η υπερβολική αφισοκόλληση που ρυπαίνει αισθητικά και πρακτικά
- ※ [για τη γραφή με δύο ρρ]: Πάντως, ο δήμαρχος πρέπει επειγόντως να κάνει κάτι γι’ αυτήν την ασυδοσία στις φωτεινές ταμπέλες, για την αφισορρύπανση και τις ανεξέλεγκτες διαφημίσεις που δημιουργούν ένα αισθητικό αλαλούμ. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφισορύπανση
|