αφιόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφιόνι τα αφιόνια
      γενική του αφιονιού των αφιονιών
    αιτιατική το αφιόνι τα αφιόνια
     κλητική αφιόνι αφιόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφιόνι < μεσαιωνική ελληνική αφιόνιον < τουρκική afyon < αραβική أَفْيُون (ʾafyūn) < ελληνιστική κοινή ὄπιον (αντιδάνειο) [1] < αρχαία ελληνική ὀπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sokʷos (χυμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφιόνι ουδέτερο

  1. (φυτό) το φυτό "μήκων η υπνοφόρος", που παράγει το όπιο
  2. (κατ’ επέκταση) η ναρκωτική ουσία όπιο
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε αποχαυνώνει ή φανατίζει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]