αφοί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι αφοί
      γενική των αφών
    αιτιατική τους αφούς
     κλητική αφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφοί < σύντμηση του αδερφοί (ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο)

Συντομομορφή[επεξεργασία]

αφοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό συντομογραφία

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συνήθως γράφεται με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα: Αφοί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]