αφομοιώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφομοιώσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αφομοιώσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αφομοιωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφομοιώσιμος