αφορίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφορίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
αφορίζω
- διώχνω από την Εκκλησία
- τον αφόρισαν λόγω βλασφημίας
[επεξεργασία]
- αφορεσμένος
- αφορισμός
- αφοριστικός
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφορίζω | αφόριζα | θα αφορίζω | να αφορίζω | αφορίζοντας | |
β' ενικ. | αφορίζεις | αφόριζες | θα αφορίζεις | να αφορίζεις | αφόριζε | |
γ' ενικ. | αφορίζει | αφόριζε | θα αφορίζει | να αφορίζει | ||
α' πληθ. | αφορίζουμε | αφορίζαμε | θα αφορίζουμε | να αφορίζουμε | ||
β' πληθ. | αφορίζετε | αφορίζατε | θα αφορίζετε | να αφορίζετε | αφορίζετε | |
γ' πληθ. | αφορίζουν(ε) | αφόριζαν αφορίζαν(ε) |
θα αφορίζουν(ε) | να αφορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφόρισα | θα αφορίσω | να αφορίσω | αφορίσει | ||
β' ενικ. | αφόρισες | θα αφορίσεις | να αφορίσεις | αφόρισε | ||
γ' ενικ. | αφόρισε | θα αφορίσει | να αφορίσει | |||
α' πληθ. | αφορίσαμε | θα αφορίσουμε | να αφορίσουμε | |||
β' πληθ. | αφορίσατε | θα αφορίσετε | να αφορίσετε | αφορίστε | ||
γ' πληθ. | αφόρισαν αφορίσαν(ε) |
θα αφορίσουν(ε) | να αφορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφορίσει | είχα αφορίσει | θα έχω αφορίσει | να έχω αφορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφορίσει | είχες αφορίσει | θα έχεις αφορίσει | να έχεις αφορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφορίσει | είχε αφορίσει | θα έχει αφορίσει | να έχει αφορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφορίσει | είχαμε αφορίσει | θα έχουμε αφορίσει | να έχουμε αφορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφορίσει | είχατε αφορίσει | θα έχετε αφορίσει | να έχετε αφορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφορίσει | είχαν αφορίσει | θα έχουν αφορίσει | να έχουν αφορίσει |
|