αφορμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφορμίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφορμίζω < αρχαία ελληνική ἀφορμή
Ρήμα[επεξεργασία]
αφορμίζω, αόρ.: αφόρμισα, παθ.φωνή: αφορμίζομαι, π.αόρ.: αφορμίστηκα, μτχ.π.π.: αφορμισμένος
- (λαϊκότροπο) κακοφορμίζω
- ※ Ο Αντρέας έχει πυρετό, φαίνεται πως αφόρμισε η πληγή. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφορμίζω | αφόρμιζα | θα αφορμίζω | να αφορμίζω | αφορμίζοντας | |
β' ενικ. | αφορμίζεις | αφόρμιζες | θα αφορμίζεις | να αφορμίζεις | αφόρμιζε | |
γ' ενικ. | αφορμίζει | αφόρμιζε | θα αφορμίζει | να αφορμίζει | ||
α' πληθ. | αφορμίζουμε | αφορμίζαμε | θα αφορμίζουμε | να αφορμίζουμε | ||
β' πληθ. | αφορμίζετε | αφορμίζατε | θα αφορμίζετε | να αφορμίζετε | αφορμίζετε | |
γ' πληθ. | αφορμίζουν(ε) | αφόρμιζαν αφορμίζαν(ε) |
θα αφορμίζουν(ε) | να αφορμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφόρμισα | θα αφορμίσω | να αφορμίσω | αφορμίσει | ||
β' ενικ. | αφόρμισες | θα αφορμίσεις | να αφορμίσεις | αφόρμισε | ||
γ' ενικ. | αφόρμισε | θα αφορμίσει | να αφορμίσει | |||
α' πληθ. | αφορμίσαμε | θα αφορμίσουμε | να αφορμίσουμε | |||
β' πληθ. | αφορμίσατε | θα αφορμίσετε | να αφορμίσετε | αφορμίστε | ||
γ' πληθ. | αφόρμισαν αφορμίσαν(ε) |
θα αφορμίσουν(ε) | να αφορμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφορμίσει | είχα αφορμίσει | θα έχω αφορμίσει | να έχω αφορμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφορμίσει | είχες αφορμίσει | θα έχεις αφορμίσει | να έχεις αφορμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφορμίσει | είχε αφορμίσει | θα έχει αφορμίσει | να έχει αφορμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφορμίσει | είχαμε αφορμίσει | θα έχουμε αφορμίσει | να έχουμε αφορμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφορμίσει | είχατε αφορμίσει | θα έχετε αφορμίσει | να έχετε αφορμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφορμίσει | είχαν αφορμίσει | θα έχουν αφορμίσει | να έχουν αφορμίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφορμίζομαι | αφορμιζόμουν(α) | θα αφορμίζομαι | να αφορμίζομαι | ||
β' ενικ. | αφορμίζεσαι | αφορμιζόσουν(α) | θα αφορμίζεσαι | να αφορμίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αφορμίζεται | αφορμιζόταν(ε) | θα αφορμίζεται | να αφορμίζεται | ||
α' πληθ. | αφορμιζόμαστε | αφορμιζόμαστε αφορμιζόμασταν |
θα αφορμιζόμαστε | να αφορμιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αφορμίζεστε | αφορμιζόσαστε αφορμιζόσασταν |
θα αφορμίζεστε | να αφορμίζεστε | (αφορμίζεστε) | |
γ' πληθ. | αφορμίζονται | αφορμίζονταν αφορμιζόντουσαν |
θα αφορμίζονται | να αφορμίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφορμίστηκα | θα αφορμιστώ | να αφορμιστώ | αφορμιστεί | ||
β' ενικ. | αφορμίστηκες | θα αφορμιστείς | να αφορμιστείς | αφορμίσου | ||
γ' ενικ. | αφορμίστηκε | θα αφορμιστεί | να αφορμιστεί | |||
α' πληθ. | αφορμιστήκαμε | θα αφορμιστούμε | να αφορμιστούμε | |||
β' πληθ. | αφορμιστήκατε | θα αφορμιστείτε | να αφορμιστείτε | αφορμιστείτε | ||
γ' πληθ. | αφορμίστηκαν αφορμιστήκαν(ε) |
θα αφορμιστούν(ε) | να αφορμιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφορμιστεί | είχα αφορμιστεί | θα έχω αφορμιστεί | να έχω αφορμιστεί | αφορμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αφορμιστεί | είχες αφορμιστεί | θα έχεις αφορμιστεί | να έχεις αφορμιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφορμιστεί | είχε αφορμιστεί | θα έχει αφορμιστεί | να έχει αφορμιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφορμιστεί | είχαμε αφορμιστεί | θα έχουμε αφορμιστεί | να έχουμε αφορμιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφορμιστεί | είχατε αφορμιστεί | θα έχετε αφορμιστεί | να έχετε αφορμιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφορμιστεί | είχαν αφορμιστεί | θα έχουν αφορμιστεί | να έχουν αφορμιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφορμισμένος - είμαστε, είστε, είναι αφορμισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφορμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφορμισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφορμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφορμισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφορμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφορμισμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφορμίζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)