αφορμώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφορμώμαι < αρχαία ελληνική ἀφορμάομαι / ἀφορμῶμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αφορμώμαι

  1. ξεκινώ από κάπου, έχω κάτι ως αφόρμηση
    η ηθική φιλοσοφία ... παρότι έχει την αφετηρία της στο θαυμάζειν, αδυνατεί να αφορμάται αποκλειστικά και μόνο από αυτό.[1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]