αφορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφορῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἀφοράω (αποστρέφω το βλέμμα από άλλα και το στρέφω σε ένα) < (ἀπό) ἀφ- + ὁράω / ὁρῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.foˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐ρώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αφορώ, πρτ.: αφορούσα, μόνο σε ενεστώτα, παρατατικό, συνήθως τριτοπόσωπο, ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- αναφέρομαι σε κάτι, σχετίζομαι με κάτι
- ※ Μεταξύ άλλων, η χρηματοδότηση δεν αφορά σε αγορά μεταφορικών μέσων για την περισυλλογή των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, δαπάνες για μισθοδοσία υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένου του κτηνιάτρου που διενεργεί τις κτηνιατρικές πράξεις ή επεμβάσεις, στην περίπτωση που ο κτηνίατρος είναι υπάλληλος του Δήμου. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- ※ Όσοι λοιπόν φεύγουν με πρόωρη συνταξιοδότηση (νωρίτερα δηλαδή από τα 67 έτη) αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να κληθούν να ζήσουν μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους ακόμη και με 160 ευρώ μηνιαίως. Η συγκεκριμένη διάταξη δεν αφορά μόνο τους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ αλλά το σύνολο των συνταξιούχων. (* Εφημερίδα των Συντακτών)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αφορά + αιτιατική
- ↪ δεν αφορά εσένα, αφορά την αδερφή σου
- αφορά + σε + αιτιατική - λογιότερη σύνταξη, όπως το αρχαίο ἀφοράω, και καθαρεύουσα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ αφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αφ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)