Μετάβαση στο περιεχόμενο

αφοσίωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφοσίωση οι αφοσιώσεις
      γενική της αφοσίωσης* των αφοσιώσεων
    αιτιατική την αφοσίωση τις αφοσιώσεις
     κλητική αφοσίωση αφοσιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφοσιώσεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφοσίωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφοσίωσις (θρησκευτικός καθαρμός) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dévotion

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.foˈsi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφοσίωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αφοσίωση θηλυκό

  • το αποτέλεσμα του αφοσιώνομαι
    1. η απόλυτη ενασχόληση με κάτι
        Είναι μεγάλη η αφοσίωσή του στην επιστήμη, στο λειτούργημα που υπηρετεί
    2. η αποκλειστική φροντίδα για κάποιον
        Η αφοσίωσή της στους γονείς της ήταν απόλυτη. Τους φρόντισε τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.
        Ο Χότζα με κάθε ευκαιρία ενίσχυε την αφοσίωση στη ΕΣΣΔ, καταδικάζοντας τον μέχρι τώρα εχθρό, τον τιτοϊσμό. «Να καταπολεμείται ο τιτοϊσμός ως η πιο επικίνδυνη κλίκα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τις λαϊκές δημοκρατίες (Γκίνη Ελένη, «Ο πολιτικός λόγος του Ενβέρ Χότζα και η ιδιοτυπία του αλβανικού σοσιαλισμού», Πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία, ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή, Θεσσαλονίκη 2012 )

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]