αφοσίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφοσίωση < αρχαία ελληνική ἀφοσίωσις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fɔ.ˈsi.ɔ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφοσίωση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του αφοσιώνομαι